- ανειλικρινής
- -έςμη ειλικρινής, ψεύτης, υποκριτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ειλικρινής. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στο Φυλλάδιον φοιτητών περί του Πανεπιστημίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο μη ειλικρινής, ο δόλιος: Υπήρξε ανειλικρινής όχι μονάχα σε μένα, αλλά και σ άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκαρδος — η, ο 1. δειλός, άτολμος 2. άσπλαχνος, σκληρός 3. απρόθυμος, ανειλικρινής, επίπλαστος «γέλιο ψυχρό και άκαρδο». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ουσ. καρδία. ΠΑΡ. ακαρδοσύνη] … Dictionary of Greek
δίμουρος — η, ο αυτός που έχει δύο μούρες, διπρόσωπος, ανειλικρινής … Dictionary of Greek
διπλοπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις 2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου] … Dictionary of Greek
διπλωμάτης — ο (θηλ. διπλωμάτις και διπλωμάτισσα, η) 1. επίσημος αντιπρόσωπος μιας κυβέρνησης σε ξένη χώρα 2. ανώτερος υπάλληλος που ασχολείται με εξωτερικές υποθέσεις τού κράτους 3. ο επιδέξιος σε συζητήσεις, συνεννοήσεις, συναλλαγές 4. ανειλικρινής,… … Dictionary of Greek
διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων … Dictionary of Greek
διπρόσωπος — η, ο (AM διπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, δύο όψεις 2. ανειλικρινής, δόλιος, πανούργος αρχ. 1. αμφίβολος, διφορούμενος 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει δύο πρόσωπα (για περιπτώσεις τύπων αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν… … Dictionary of Greek
δοκόφρων — και δοκίφρων, ο (Μ) 1. δοκησίσοφος 2. δόλιος, ανειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοκώ + φρων < φρην] … Dictionary of Greek
δολερός — ή, ό (AM δολερός, ά, όν) αυτός που ενεργεί με δόλο, πανούργος, ανειλικρινής … Dictionary of Greek
δόλιος — (I) α, ο (Μ δόλιος, α, ον) 1. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακότυχος 2. (για χρονιά) καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δόλιος (ΙΙ)* ή < δείλαιος η διαφορά τού δόλιος (Ι) από το δόλιος (ΙΙ) όχι μόνο σημασιολογική αλλά και φωνολογική (το ι τού δόλιος (Ι) … Dictionary of Greek